- φυτοζωώ
- (ε) αμετ.1) прозябать, влачить жалкое существование; 2) перен. находиться в состоянии застоя;
η βιομηχανία φυτοζωεί — промышленность находится в состоянии застоя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η βιομηχανία φυτοζωεί — промышленность находится в состоянии застоя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτοζωώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυτοζωώ — Ν 1. (για πρόσ.) ζω σαν φυτό, ζω παντελώς στερημένη ζωή 2. μτφ. περιπίπτω ή βρίσκομαι σε μαρασμό («ο τουρισμός φυτοζωεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόζωα. Το ρ., στον λόγιο τ. φυτοζῳῶ, μαρτυρείται από το 1853 στον Αν. Κωνσταντινίδη] … Dictionary of Greek
φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτοζωία — η, Ν [φυτοζωώ] το να ζει κανείς σαν φυτό, να φυτοζωεί … Dictionary of Greek